- σφίγγοντας
- σφίγγωbind tightpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
δεξιούμαι — και δεξιώνομαι (AM δεξιοῦμαι, όομαι) χαιρετώ κάποιον σφίγγοντας το δεξί του χέρι του, καλωσορίζω νεοελλ. καλωσορίζω επίσημους προσκεκλημένους II (αρχ. φρ. 1 «δεξιοῦμαι θεοῑς» υψώνω το δεξί μου χέρι για να τιμήσω τους θεούς 2. «πυκνὴν ἄμυστιν… … Dictionary of Greek
παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… … Dictionary of Greek
περισφίγγω — ΝΑ σφίγγω κάποιον ή κάτι ολόγυρα, σφίγγω δυνατά από παντού νεοελλ. 1. περιστοιχίζω, περιβάλλω 2. (σχετικά με φρούρια ή πόλεις) περικυκλώνω, πολιορκώ στενά 3. μτφ. πλησιάζω κάποιον από όλες τις πλευρές για να τού κάνω κακό αρχ. 1. (για τον κύκλο… … Dictionary of Greek
πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… … Dictionary of Greek
προνεύω — ΝΑ [νεύω] κλίνω, γέρνω προς τα εμπρός νεοελλ. ναυτ. προκαλώ κλίση τών ιστών ιστιοφόρου προς την πλώρη ώσπου να καμφθούν τα επιστήλια σφίγγοντας τους προτόνους … Dictionary of Greek
σοκάρω — (I) Ν 1. προκαλώ δυσάρεστη έκπληξη σε κάποιον με απρεπή λόγο ή με ανάρμοστη πράξη 2. προκαλώ τον αποτροπιασμό 3. παθ. σοκάρομαι α) υφίσταμαι δυσάρεστη έκπληξη από μια ενέργεια ή από ένα γεγονός β) παθαίνω σοκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. choquer]. (II) Ν … Dictionary of Greek
στραγγαλίζω — ΝΜΑ, και στραγγουλίζω Ν [στραγγάλη / στραγγούλα] 1. πνίγω, θανατώνω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα χέρια, με σχοινί ή με ύφασμα (α. «στραγγάλισε τον άντρα της» β. «στραγγαλίζειν τὸν τράχηλον») 2. απαγχονίζω νεοελλ. 1.ναυτ. συσφίγγω δύο… … Dictionary of Greek
συμπνίγω — ΜΑ [πνίγω] 1. πνίγω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα δυό μου χέρια 2. ασκώ πίεση πάνω σε κάποιον («οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν», ΚΔ) 3. με την πίεση που ασκώ εμποδίζω την ανάπτυξη («ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό», ΚΔ) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
Μητρόπουλος, Δημήτρης — (Αθήνα 1896 – Μιλάνο 1960). Αρχιμουσικός, συνθέτης και πιανίστας. Σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο Ωδείο Αθηνών, και τελειοποίησε τις σπουδές του στις Βρυξέλλες (1920) και στο Βερολίνο, όπου, μεταξύ 1921 και 1924, μαθήτευσε κοντά στον Φερούτσιο… … Dictionary of Greek